Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

τὰ συμβάντα

См. также в других словарях:

  • συμβᾶντα — σύν βάζω speak fut part act neut nom/voc/acc pl (doric aeolic) σύν βάζω speak fut part act masc acc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμβάντα — συμβαίνω stand with the feet together aor part act neut nom/voc/acc pl συμβαίνω stand with the feet together aor part act masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμβάντ' — συμβάντα , συμβαίνω stand with the feet together aor part act neut nom/voc/acc pl συμβάντα , συμβαίνω stand with the feet together aor part act masc acc sg συμβάντι , συμβαίνω stand with the feet together aor part act masc/neut dat sg συμβάντε ,… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Бой за Галац — (греч. Μάχη τού Γαλατσίου), 1 мая 1821 года, был первым крупным сражением в княжествах Валахия и Молдавия между революционерами греческой Филики Этерия и войсками Османской империи,[1] на первоначальном, Придунайском, этапе Освободительной войны… …   Википедия

  • εφημερίδα — Έντυπο που κυκλοφορεί κάθε μέρα ή σε αραιότερα χρονικά διαστήματα και περιέχει ειδήσεις, σχόλια και άλλο υλικό της επικαιρότητας. Στην ευρύτερη σημασία του ο όρος ε. χαρακτηρίζει κάθε τυπωμένο κείμενο, στο οποίο καταχωρούνται ειδήσεις που… …   Dictionary of Greek

  • πάθημα — το (ΑΜ πάθημα) [πάσχω] 1. ό,τι υφίσταται, ό,τι παθαίνει κανείς, και ιδίως το δυσάρεστο ή λυπηρό περιστατικό («τὸ σὸν πάθημ ἐλέγχω πρῶτον», Σοφ.) 2. συν. στον πληθ. α) τα παθήματα γεγονότα τα οποία προκαλούν θλίψη ή συμφορές και γενικά τα λυπηρά… …   Dictionary of Greek

  • άγγελος — I Τη λέξη αυτή χρησιμοποίησαν οι Εβδομήκοντα, οι μεταφραστές της Παλαιάς Διαθήκης, για vα αποδώσουν την εβραϊκή λέξη μαλ ακ που σημαίνει αγγελιαφόρος, υπηρέτης. Σύμφωνα με την Αγία Γραφή, οι α. είναι «αι στρατιαί», η αυλή του Θεού, όντα… …   Dictionary of Greek

  • άλμπουμ — το λεύκωμα, συλλογή απο αυτόγραφα, στίχους, γνώμες ή σκέψεις, φωτογραφίες, εικόνες κ.λπ. [ΕΤΥΜΟΛ. Λέξη ξενική που προέρχεται από το ουδ. του λατιν. επίθ. albus «λευκός». Το λατιν. ουσ. album ήταν αντίστοιχο της αρχ. ελλην. λ. λεύκωμα*. Κατά την… …   Dictionary of Greek

  • ακάθαρτος — η, ο (Α ἀκάθαρτος, ον) 1. αυτός που δεν είναι καθαρός, ο βρόμικος, ο λερωμένος 2. (για τον αέρα) ο μολυσμένος 3. ακάθαρτος στην ψυχή, διεφθαρμένος 4. αυτός που δεν έχει καθαρθεί, δεν έχει εξαγνιστεί 5. (για υγρά ή στερεά) εκείνος που περιέχει… …   Dictionary of Greek

  • αποσώστρα — η [αποσώνω] 1. η γυναίκα που αποσώνει, αποτελειώνει, επισφραγίζει την κουβέντα μιας άλλης με επίκαιρο γνωμικό ή παροιμία 2. αυτή που σχολιάζει συστηματικά κι επιδέξια συμβάντα και περιστατικά του χωριού 3. η ράφτρα που αποτελειώνει στα γρήγορα τα …   Dictionary of Greek

  • γένεσις — Το πρώτο βιβλίο της Παλαιάς Διαθήκης που αρχίζει με τη διήγηση της δημιουργίας του κόσμου και του ανθρώπου. Ο κόσμος δημιουργήθηκε από το μηδέν με μόνο τον λόγο του Θεού, ώστε ο άνθρωπος, που κατέχει μέσα σε αυτόν μοναδική θέση, επειδή… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»